αμεταγλώττιστος

αμεταγλώττιστος
-η, -ο [μεταγλωττίζω]
1. (για γραπτά κείμενα) αυτός που δεν μεταγλωττίστηκε ή δεν μπορεί να μεταγλωττιστεί, να μεταφερθεί δηλαδή από μια γλώσσα σε άλλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμεταγλώττιστος — η, ο αυτός που δε μεταγλωττίστηκε, δε μεταφράστηκε: Το κείμενο αυτό είναι αμεταγλώττιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”